Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Αρχιτεκτονική ανάλυση του Ξενία Ναυπάκτου

Μυριάνθη Μουσά   ΜΑ  Ε.Μ.Π.  Αρχιτέκτων Μηχανικός
Νίκος Τσίμας   ΜΑ  Ε.Μ.Π.  Αρχιτέκτων Μηχανικός

Δίκτυο Ξενία
Αρχιτεκτονική ανάλυση του Ξενία Ναυπάκτου
Απρίλιος 2009

    Τα ξενοδοχεία “Ξενία” αποτελούν έκφραση μιας Ελληνικής Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής διεθνώς αναγνωρισμένης. Λόγω της αρχιτεκτονικής τους αξίας, του σημαντικού ρόλου που έπαιξαν στην ανάπτυξη του τουρισμού ενός κράτους που ανασυγκροτείται μετά από ένα παγκόσμιο πόλεμο και έναν εμφύλιο, κατά συνέπεια τη συμβολή τους στην ανάπτυξη της οικονομίας σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, του γεγονότος ότι λειτούργησαν ως κοινωνικοί πυκνωτές για τις τοπικές κοινωνίες, τα “Ξενία” ανήκουν στη σύγχρονη αρχιτεκτονική και πολιτιστική κληρονομιά και αποτελούν κομμάτι της ιστορίας της χώρας.

    Πρόκειται για τη σημαντικότερη παραγωγή δημοσίων κτιρίων μεταπολεμικά. Στις αρχές του 50' ο νεοσύστατος Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.) ξεκινά το πρόγραμμα των Ξενία, στο πλαίσιο της προσπάθειας ανάπτυξης του τουρισμού και τη δημιουργία “πρότυπων ξενοδοχειακών μονάδων” υψηλών προδιαγραφών για τους ιδιώτες επιχειρηματίες, που θα προσελκύσουν επισκέπτες από όλον τον κόσμο σε ενδιαφέροντες τόπους με ελλειπή ή ανύπαρκτη μέχρι τότε υποδομή.
    Το 1950 ο Χαράλαμπος Σφαέλος ξεκινά την υλοποίηση του προγράμματος ως διευθυντής των Τεχνικών Υπηρεσιών του Ε.Ο.Τ. (μέχρι το 1958). Από το 1957 (έως το 1967) ο Άρης Κωνσταντινίδης προΐσταται της Υπηρεσίας Μελετών, συγκεντρώνει γύρω του μια επίλεκτη ομάδα νέων αρχιτεκτόνων
(Ι. Τριανταφυλλίδης, Γ. Νικολετόπουλος, Φιλ. Βώκος, Κ. Σταμάτης, Διον. Ζήβας, Αικ. Διαλεισμά κ.α.) και δημιουργεί ένα “εργαστήριο αρχιτεκτονικής” υπεύθυνο για τον σχεδιασμό και την κατασκευή των Ξενία.
    Ο Άρης Κωνσταντινίδης θεωρείται ο σημαντικότερος σύγχρονος Έλληνας Αρχιτέκτονας, πρωτοπόρος της ελληνικής έκφρασης του μοντέρνου κινήματος, που με το έργο και το λόγο του ενέπνευσε “σχολές” στην Ελληνική Αρχιτεκτονική.
    Με το πρόγραμμα Ξενία κατασκευάζονται 40 περίπου κτήρια που αποτελούν ένα Δίκτυο. Περιλαμβάνει ξενοδοχεία, μοτέλ, τουριστικά περίπτερα κ.α. που βρίσκονται σε αρχαιολογικούς χώρους (πχ Ολυμπία), στα νησιά (πχ Άνδρος, Μύκονος), κατά μήκος οδικών αξόνων (πχ το Ξενία Ναυπάκτου), ιαματικές πηγές (πχ Υπάτη) και λοιπούς προορισμούς τουριστικού ενδιαφέροντος. Τα οικόπεδα που επιλέγονται για την ανοικοδόμηση των Ξενία βρίσκονται στο καλύτερο σημείο του κάθε τόπου βάσει θέας, σωστού προσανατολισμού, προσβασιμότητας και μορφολογίας του εδάφους. Τα Ξενία απευθύνονται στους τουρίστες, τους διερχόμενους οδικώς, την τοπική κοινωνία ως χώροι κοσμικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων, τόποι συνάντησης των κατοίκων με τους φιλοξενούμενούς τους.
    Η μελέτη για κάθε νέο ξενοδοχείο βασίζεται: 
1.    στην επιλογή του οικοπέδου, ανάλογα με τη θέα, την πλαστικότητα του εδάφους, τον προσανατολισμό του οικοπέδου, το κλίμα της περιοχής
2.    στην ουσιαστική μελέτη μιας τοπικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής ως σύνθεση χώρων και όγκων, χωρίς την επιφανειακή διακόσμηση
3.    σε συγκεκριμένο κτιριολογικό πρόγραμμα που καλείται να επιλύσει τις τουριστικές ανάγκες και δυνατότητες του κάθε τόπου
    Ως κοινά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής των Ξενία θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε: την ένταξη στο τοπίο, τη βέλτιστη δυνατή λειτουργική οργάνωση των κατόψεων, την ταύτιση του λειτουργικού με τον κατασκευαστικό κάνναβο, τη λιτότητα της έκφρασης, τη διάκριση των δημόσιων από τις πιο ιδιωτικές λειτουργίες, τη σύνδεση του μέσα με το έξω σε ένα οργανικό σύνολο, την οργάνωση της κίνησης, την τυποποίηση των όμοιων χώρων, την οργάνωση των δωματίων σε πτέρυγες,  την τυποποίηση του δωματίου, τη χρήση υλικών με τη μεγαλύτερη δυνατή κατασκευαστική και μορφολογική συνέπεια, την κατασκευή χαμηλού κόστους, τη διαμόρφωση των υπαίθριων χώρων, την πρόβλεψη για τη στάθμευση των αυτοκινήτων. Ο σχεδιασμός ξεκινούσε από το θέμα της ένταξης και έφτανε μέχρι τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες κουφωμάτων ή και το σχεδιασμό λειτουργικού εξοπλισμού: έπιπλα, φωτιστικά. Ο Αρχιτέκτονας μπορεί να επιμελείται ακόμη και τα γλυπτά ή τους πίνακες που κοσμούν τον χώρο.
    Τα υλικά που επιλέγονται συνήθως είναι ένας συνδυασμός σύγχρονων και παραδοσιακών υλικών που προσφέρει ο τόπος. Αναγκαστικά η χρήση σύγχρονων υλικών προδικάζει νέα και διαφορετική μορφολογία. Ο φέροντας οργανισμός είναι από μπετόν αρμέ, που επιτρέπει την τυποποίηση ορισμένων βασικών στοιχείων της κατασκευής. Η επιλογή γίνεται για οικονομικούς και κατασκευαστικούς λόγους. Το οπλισμένο σκυρόδεμα μένει συνήθως ανεπίχριστο ως έκφραση της ειλικρίνειας της κατασκευής. Οι τοίχοι πλήρωσης είναι από επιχρισμένη οπτοπλινθοδομή. Υπάρχουν και περιπτώσεις όπου χρησιμοποιούνται πέτρινες λιθοδομές με τοπικό αρμολόγημα ή και επενδύσεις από πέτρα. Τα χρώματα που χρησιμοποιούνται είναι τα λεγόμενα πολυγνώτια (το χονδροκόκκινο, η ώχρα, το λευκό, το μαύρο).
    Τα Ξενία σχεδιάζονται με συγκεκριμένους στόχους, από ανθρώπους με κοινή αρχιτεκτονική αντίληψη. Οι αρχιτέκτονες δημιουργούν λαμβάνοντας υπόψη τις κοινές κατευθύνεις, όμως όπως είναι  φυσικό το κάθε έργο διαφοροποιείται σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου κτιριολογικού προγράμματος, τις κλιματικές συνθήκες και τις προσωπικές αναζητήσεις του κάθε αρχιτέκτονα.
    Στα 50 περίπου χρόνια που έχουν περάσει από την αρχή της υλοποίησης του προγράμματος μέχρι σήμερα, τα Ξενία γνωρίζουν από περιόδους ακμής μέχρι την εγκατάλειψη. Λειτουργούν ως κοινωνικοί πυρήνες γύρω από τους οποίους αναπτύσσεται η κοσμική ζωή του τόπου, αποτελούν δημοφιλή τόπο διαμονής προσώπων του δημοσίου βίου της εποχής, γίνονται τόποι συνάντησης της τοπικής κοινωνίας με τους ξένους τουρίστες. Με την έλευση της Χούντας, ο Άρης Κωνσταντινίδης παραιτείται από τη θέση του στον Ε.Ο.Τ. ως ένδειξη της αντίθεσής του με το καθεστώς, ξεκινά η προώθηση του “μαζικού τουρισμού”, τα αποτελέσματα του οποίου σήμερα είναι εμφανή σε κάθε τουριστικό προορισμό του τόπου μας, και αρχίζει η απαξίωση των Ξενία. Η διαχείριση των Ξενία άλλοτε παραχωρείται από τον Ε.Ο.Τ. με μίσθωση σε ιδιώτες επιχειρηματίες με δυσμενείς για τα έργα συμβάσεις, χωρίς όρους ή προϋποθέσεις συντήρησης και επισκευής, άλλοτε παραμένουν υπολειτουργώντας στον Ε.Ο.Τ. μέχρις ότου η λειτουργία τους γίνει ζημιογόνος οπότε εγκαταλείπονται, ερημώνουν και αρχίσουν να καταστρέφονται. Με την έλευση της παρακμής τα Ξενία περνούν στη δικαιοδοσία της Ανώνυμης Εταιρίας Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα. Η ΕΤΑ προσπαθεί επειγόντως να τα ξεφορτωθεί, ακολουθώντας την άτυπη επιθυμία της πολιτείας απέναντι σε όλα τα Ξενία που προσβλέπει στη συστηματική απαξίωση των κτιρίων, την κατεδάφισή τους και την “αξιοποίηση” των οικοπέδων, τα οποία λόγω της θέσης τους έχουν μεγάλη εμπορική αξία.
    Σήμερα τα Ξενία, τα κιτρικά έργα του Ε.Ο.Τ. που προήγαγαν την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα όπως γράφει ο Π. Μιχελής, επίσης σημαντικός Έλληνας Αρχιτέκτονας, τα αρχιτεκτονικά έργα που εκπροσωπούν την ελληνική έκφραση του Μοντέρνου κινήματος, τα κτίρια που αποτελούν αντικείμενο μελέτης των σπουδαστών της Αρχιτεκτονικής ως προς τις συνθετικές τους αρχές, την ένταξη στο τοπίο και τη σχέση με την παράδοση του τόπου, δηλαδή είναι σημαντικό κομμάτι της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής Παιδείας, είναι εγκαταλελειμμένα. Σε κάποια από αυτά η πολιτεία δεν περίμενε τη φθορά του χρόνου να ολοκληρώσει το έργο της. Με συνοπτικές διαδικασίες κατεδαφίζονται το Μοτέλ Ξενία στο Ηράκλειο, το Ξενία Χανίων, το Ξενία Ιωαννίνων. Άλλα όπως το Ξενία της Άνδρου εγκαταλελειμμένο καταστρέφεται. Ορισμένα όπως το Ξενία στον Πόρο ή το Ξενία Μυκόνου επαναλειτουργούν ως ξενοδοχεία ύστερα από ανασκευές και προσθήκες. Σε άλλες περιπτώσεις  αλλάζουν χρήση όπως το Ξενία Ι της Ολυμπίας που γίνεται Δημαρχείο και το Ξενία Ρεθύμνου που μετατρέπεται σε φοιτητική εστία. Δυστυχώς οι επεμβάσεις και οι προσθήκες γίνονται χωρίς να προηγηθεί μια εκτενής μελέτη, με αποτέλεσμα να ανατρέψουν τις συνθετικές αρχές και να αλλοιώσουν την αρχιτεκτονική ταυτότητα του έργου.
    Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει μια σημαντική προσπάθεια διάσωσης και αναβίωσης του Δικτύου Ξενία με πρωτοβουλία του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων και την στήριξη πολιτών του τόπου. Με πρωτοβουλία μιας κίνησης πολιτών, αυτής της πόλης της Ναυπάκτου, πραγματοποιείται και η σημερινή συζήτηση με θέμα το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον αυτού του ιδιαίτερου κτηρίου. Η σύντομη αρχιτεκτονική ανάλυση που ακολουθεί έχει σκοπό να προσεγγίσει τις βασικές συνθετικές αρχές του σχεδιασμού του από τον αρχιτέκτονα Παναγή Μανουηλίδη και το συσχετισμό τους με τις γενικές αρχές σχεδιασμού του δικτύου Ξενία, φανερώνοντας στοιχεία του χαρακτήρα του κτηρίου και του περιβάλλοντός χώρου του. 
   Όπως ήδη αναφέρθηκε, η επιλογή του οικοπέδου με κριτήρια τη θέα, τον προσανατολισμό, την προσβασιμότητα και τη μορφολογία του εδάφους, αποτελούσε σημαντικό γεγονός που επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό το σχεδιασμό. Στην περίπτωση του Ξενία Ναυπάκτου, το οικόπεδο με αρχικό εμβαδόν 15.238 τ.μ., δεν επιλέχθηκε από τον ΕΟΤ αλλά δωρίστηκε από τον Γεώργιο Αθανασιάδη Νόβα, ο οποίος είχε διαμορφώσει εκεί έναν πλούσια δενδροφυτεμένο κήπο, το λεγόμενο “περιβόλι” του.  Η δωρεά αυτή προσθέτει στο Δίκτυο Ξενία ένα οικόπεδο στο κέντρο της πόλης της Ναυπάκτου, που όχι μόνο πληροί τις προϋποθέσεις που είχαν θέσει οι εμπνευστές του, αλλά θέτει και το ζήτημα της σχέσης ενός κτηρίου με τη φύση εντός ενός αστικού σχηματισμού, αφού χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη εγγύτητα τόσο στην παραλία όσο και στο ιστορικό και κοινωνικοοικονομικό κέντρο.
   Μετά τη δωρεά του Νόβα, πραγματοποιείται πιθανότατα σε δυο φάσεις ο σχεδιασμός ενός ξενοδοχείου β κατηγορίας με 48 δίκλινα δωμάτια εμβαδού 2.879 τ.μ. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατασκευαστικές τομές λεπτομερειών που κατατέθηκαν το 1966, φέρουν την υπογραφή του Άρη Κωνσταντινίδη ως προϊστάμενου των  τεχνικών υπηρεσιών του ΕΟΤ και του Κλέωνα Κραντονέλλη, ως διευθυντή. Άλλα σχέδια που βρέθηκαν είχαν κατατεθεί στον ΕΟΤ το 1975, ένα χρόνο πριν την εγκατάσταση του εργολάβου στο οικόπεδο, ενώ το 1980 εγκρίνεται η κηποτεχνική διαμόρφωση με συντάκτη τον Δ. Βαζάκα και στη συνέχεια υλοποιείται εν μέρει. Στο υπόμνημα του σχεδίου αυτού αναφέρονται 78 είδη δέντρων, θάμνων και αναρριχητικών φυτών με ιδιαίτερη πυκνότητα στις πλευρές του οικοπέδου που γειτονεύουν με δρόμους, ενώ εκτός από τη φύτευσή τους προτείνεται η δημιουργία πλακόστρωτων μονοπατιών που ορίζουν τη διαδρομή από το ξενοδοχείο προς την παραλία. Το νέο ξενοδοχείο δέχεται τους πρώτους του επισκέπτες τη δεκαετία του 80 και ο σχεδιασμός του δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη συνύπαρξη τουριστών και ανθρώπων της τοπικής κοινωνίας, αφού οι κοινόχρηστοι χώροι του -όπως για παράδειγμα ο χώρος εκδηλώσεων- υπερκαλύπτουν τις ανάγκες που δημιουργεί η δυναμικότητα του ξενοδοχείου και είναι σαφές ότι απευθύνονται και στους ντόπιους κατοίκους.   
   Η οργάνωση του κτηρίου βασίζεται στη διάκριση τριών λειτουργικών ενοτήτων, με την καθεμιά να συγκροτεί κι έναν διακριτό όγκο. Ο χώρος εισόδου, η reception, η αναμονή, το bar και η αίθουσα εκδηλώσεων συνιστούν την πρώτη ενότητα που οργανώνεται σε κάτοψη σχήματος Γ. Η reception και η αίθουσα αναμονής τοποθετούνται στο ένα άκρο του Γ αποκτώντας κεντροβαρική θέση στη συνολική σύνθεση, ενώ η αίθουσα εκδηλώσεων βρίσκεται στο βόρειο άκρο του οικοπέδου, χαρακτηριζόμενη από σχετική αυτονομία. Τη δεύτερη ενότητα αποτελεί η πτέρυγα των δωματίων, η οποία αναπτύσσεται κατακόρυφα σε τρία επίπεδα και διακρίνεται από τις υπόλοιπες τόσο λόγω του ύψους της όσο και μέσω της χρήσης κεραμοσκεπής. Τα δωμάτια βρίσκονται στο δεύτερο και τρίτο επίπεδο και τοποθετούνται εκατέρωθεν ενός επιμήκους διαδρόμου οργανωμένα σε ζευγάρια με κοινό φωταγωγό στο wc,  ενώ στο πρώτο επίπεδο διαμορφώνεται χώρος pilotis, ο οποίος συνδέεται με τους ορόφους μέσω μιας υπαίθριας σκάλας. Υπαίθρια σύνδεση είχε προταθεί και για την επικοινωνία της πρώτης με την τρίτη λειτουργική ενότητα ∙ ένας υπαίθριος διάδρομος θα επέτρεπε την πρόσβαση από την αίθουσα αναμονής προς το σαλόνι, την τραπεζαρία και τις βοηθητικές χρήσεις (δωμάτια προσωπικού, αποθήκες κλπ), όμως τελικά κατασκευάστηκε κλειστός. Άλλη σημαντική διαφοροποίηση του υλοποιημένου διαδρόμου από τον αρχικό σχεδιασμό του είναι η μείωση του μήκους του από τα 25 στα 5 μέτρα, πιθανόν λόγω της ύπαρξης αρχαιοτήτων στο νότιο τμήμα του οικοπέδου. Έτσι, η τρίτη ενότητα, οργανωμένη σε κάτοψη που προκύπτει από το συνδυασμό δυο Γ με ένα σημαντικό κενό ανάμεσά τους που λειτουργεί ως φωταγωγός, βρίσκεται ιδιαίτερα κοντά στην πρώτη. Και οι δυο αυτές ενότητες τοποθετούνται στο οικόπεδο επί του  άξονα βορρά – νότου, ενώ η πτέρυγα επί του άξονα ανατολής – δύσης, προσφέροντας στα δωμάτια θέα είτε στη θάλασσα είτε στο λόφο του υδραγωγείου. Ο τελευταίος άξονας, μάλιστα, τονίζεται ιδιαίτερα και λόγω της πρόσβασης που πραγματοποιείται από το δυτικό τμήμα του οικοπέδου.
   Το Ξενία Ναυπάκτου παρουσιάζει πολλά από τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του Δικτύου Ξενία. Η λιτότητα της κατασκευής επιτυγχάνεται με τα σύγχρονα υλικά (μπετόν και μέταλλο) να συνδυάζονται με τα τοπικά (πέτρα και ξύλο), ενώ χρησιμοποιείται κατασκευαστικός κάνναβος, που ταυτίζεται με το λειτουργικό, τυποποιώντας με αυτόν τον τρόπο την κατασκευή και μειώνοντας το κόστος αποπεράτωσής της. Οι δημόσιες από τις πιο ιδιωτικές λειτουργίες διαχωρίζονται αισθητά, οι κινήσεις οργανώνονται και είναι σαφείς, ενώ η χρήση της διαφάνειας και των συρόμενων κουφωμάτων επιτρέπει την αλληλεπίδραση του εσωτερικού και εξωτερικού χώρου. Οι υπαίθριοι χώροι που δημιουργούνται εντείνουν την αμφίδρομη αυτή σχέση, ενώ η κλίση του εδάφους αξιοποιείται και οδηγεί στην αλλαγή επιπέδου που κάνει τον όγκο της πτέρυγας των δωματίων ακόμα πιο διακριτό. Επίσης, πολλά μέρη του λειτουργικού εξοπλισμού, όπως οι πόρτες, τα παράθυρα, τα ξύλινα διαχωριστικά των δωματίων και τα προστατευτικά κάγκελα της βεράντας έχουν σχεδιαστεί λεπτομερώς. Τέλος, οι μεγάλοι κοινόχρηστοι χώροι μοιάζουν να αποτελούν κοινό τόπο πολλών Ξενία που βρίσκονται κοντά στα κέντρα πόλεων, αφού εκτός από το ξενοδοχείο της Ναυπάκτου, το χαρακτηριστικό αυτό παρουσιάζουν και τα Ξενία Βόλου και Ιωαννίνων.
   Εκτός από κοινά με τα υπόλοιπα Ξενία, το εν λόγω κτήριο παρουσιάζει και κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που δε θα έπρεπε να λησμονηθούν. Η δίρριχτη στέγη της πτέρυγας των υπνοδωματίων αποτελεί προφανώς πρόθεση ένταξης του κτηρίου στο κτιστό περιβάλλον της πόλης, αλλά ταυτόχρονα κι ένα συνθετικό στοιχείο που οργανώνει τους επιμέρους όγκους. Μερικά χρόνια μετά την έγκριση των σχεδίων του Μανουηλίδη από τον ΕΟΤ, ο παραδοσιακός χαρακτήρας του ιστορικού κέντρου της Ναυπάκτου επικυρώθηκε από το ελληνικό κράτος και η χρήση κεραμοσκεπής επιβλήθηκε -μεταξύ άλλων- στις νέες κατασκευές. Έτσι, το Ξενία Ναυπάκτου είναι από τα ελάχιστα κτήρια εντός του ιστορικού κέντρου και της προστατευόμενης ζώνης που συνδυάζουν την επιτυχή σύνθεση δωμάτων και στέγης, αποτελώντας ταυτόχρονα τμήμα ενός αξιόλογου πανελλήνιου δικτύου αρχιτεκτονικής και δείγμα ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής μορφολογίας της πόλης.
   Άλλο χαρακτηριστικό του κτηρίου που παρουσιάζεται ιδιαίτερα σημαντικό είναι ο υπαίθριος χώρος που το περιβάλλει. Το ζήτημα της σχέσης κτηρίου και φύσης που διαπραγματεύεται το δίκτυο Ξενία μετασχηματίζεται σε ερώτημα σχέσης κτηρίου και φύσης εντός του αστικού ιστού στο ξενοδοχείο της Ναυπάκτου. Την απάντηση δίνει ένας αστικός κήπος, ο οποίος μεσολαβεί ανάμεσα στο κτήριο και την πόλη αλλά και το κτήριο και τη θάλασσα. Αυτή η αδόμητη παρένθεση εντός του αστικού ιστού και του παραλιακού μετώπου παρουσιάζεται εξέχουσας σημασίας σε μια σύγχρονη πόλη και αποτελεί όχι απλά τον καμβά πάνω στον οποίο ακουμπά το κτήριο αλλά ένα ενιαίο σύνολο με αυτό, αφού το προσδιορίζει και ταυτόχρονα προσδιορίζεται μέσω αυτού.

   Από τη σύντομη παραπάνω ανάλυση, είναι εμφανής η σημασία του συγκεκριμένου κτηρίου τόσο για την πόλη της Ναυπάκτου, όσο και για το δίκτυο Ξενία που στο σύνολό του συνιστά ξεχωριστό κεφάλαιο στη νεοελληνική ιστορία της αρχιτεκτονικής. Για αυτό το λόγο, πριν από κάθε πιθανή μελλοντική  ανάπλαση του, το Ξενία Ναυπάκτου –τόσο το κτήριο όσο και ο κήπος- πρέπει να κηρυχθεί νεότερο διατηρητέο μνημείο. Με αυτόν τον τρόπο θα αποφευχθούν προσθήκες και επεκτάσεις που θα καταστρέψουν τον κήπο και θα απειλήσουν τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του κτηρίου, και θα γίνει δυνατή η μελέτη επανένταξής του στην πόλη με όρους που δεν προσβάλουν τις βασικές αρχές του.


                      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου